σχιζόντης

σχιζόντης
ο, Ν
βιολ. μονογονική φάση τής αναπαραγωγής τών σποροζώων, κατά την οποία δίνονται με πολλαπλή κατάτμηση τα μεροζωίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχιζοντοκύτταρο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σχιζοντοκύτταρα βιολ. τα κύτταρα στα οποία διαιρείται ο σχιζόντης και τα οποία ονομάζονται μεροζωίδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”